πολυμήκης

πολυμήκης
πολυ-μήκης, ες, ([etym.] μῆκος)
A very long, αὐλός v.l. in Poll.4.67.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολυμήκης — ύμηκες, Α πολύ μακρύς (α «πολυμήκης αὐλός» β. «πολυμήκεις στίχοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μήκης (< μῆκος), πρβλ. ισο μήκης] …   Dictionary of Greek

  • μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… …   Dictionary of Greek

  • πολυμήκετος — ον, Α πολύ μακρύς («πολυμήκετον ἆορ», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυμήκης + επίθημα ετος (πρβλ. πάχ ετος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”